ἐπιπάσῃ — ἐπιπάσσω sprinkle upon aor subj mid 2nd sg ἐπιπάσσω sprinkle upon aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπαστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην επίπαση ή είναι κατάλληλος ή χρήσιμος για επίπαση … Dictionary of Greek
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
ορυζόσκονη — και ρυζόσκονη, η σκόνη από ρύζι, ορυζάμυλο, που χρησιμοποιείται ως βασική ύλη παρασκευής καλλωπιστικών προϊόντων για την επίπαση τού προσώπου, πούδρα … Dictionary of Greek
σουλφαμιδόσκονη — η, Ν (φαρμ.) σκεύασμα σουλφαμίδων σε μορφή σκόνης χρησιμοποιούμενο για επίπαση σε πληγές.. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουλφαμίδη + σκόνη] … Dictionary of Greek
στίλβωτρο — το, ΝΑ, και στίλβωθρον Α νεοελλ. εργαλείο ή μηχανικό μέσο που χρησιμοποιείται για τη στίλβωση αντικειμένων αρχ. όργανο για επίπαση καλλωπιστικής ουσίας στο πρόσωπο ή η ίδια η καλλωπιστική ουσία («χρῶνται δὲ αὐτῷ αἱ γυναίκες ἐπὶ τῷ προσώπω ἐπί… … Dictionary of Greek
σύμπασμα — τὸ, Α [συμπάσσω] σκόνη για επίπαση, για πασπάλισμα … Dictionary of Greek